οικειοποιούμαι — οικειοποιούμαι, οικειοποιήθηκα βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 Σημειώσεις: οικειοποιούμαι : μόνο με ενεργητική μεταβατική σημασία (οικειοποιούμαι κάτι → κάνω [ή εμφανίζω ως] δικό μου κάτι ξένο) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οικειοποιούμαι — οικειοποιήθηκα, κάνω κάτι ξένο δικό μου, σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκειοποιοῦμαι — οἰκειοποιέω appropriate pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοικειούμαι — όομαι, Α 1. οικειοποιούμαι, καθιστώ δικό μου κάτι εκ τών προτέρων 2. παθ. εξοικειώνομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἰκειοῡμαι «οικειοποιούμαι»] … Dictionary of Greek
σφετερίζω — ΝΜΑ (το νεοελλ. πάντα μέσ., ενώ το μσν. και το αρχ. ενεργ. και μέσ.) οικειοποιούμαι ξένο πράγμα παράνομα, κάνω κάτι ξένο δικό μου μσν. σφετερίζομαι μεταβιβάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφέτερος(βλ. λ. σφεῖς). Το ρ. χρησιμοποιείται «επί κακῷ» με σημ.… … Dictionary of Greek
αιχμαλωτίζω — (Α αἰχμαλωτίζω) συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, υποδουλώνω, σκλαβώνω (νεοελλ. μσν.) καθιστώ κάποιον υποχείριο μου, τόν γοητεύω, τόν συναρπάζω νεοελλ. (για ζώα) συλλαμβάνω, αρπάζω για λογαριασμό μου, οικειοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμάλωτος. ΠΑΡ … Dictionary of Greek
αντεπιγράφω — ἀντεπιγράφω (Α) 1. επιγράφω κάτι στη θέση άλλου που εξάλειψα 2. ( ομαι) οικειοποιούμαι κάτι που ανήκει σε άλλον … Dictionary of Greek
αντιποιώ — ( έω) (Α) 1. ανταποδίδω κάποια πράξη, κάνω και εγώ 2. μέσ. α) επιδιώκω, επιζητώ κάτι β) εγείρω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ από κάποιον, προβάλλω δικαιώματα γ) καυχώμαι ότι γνωρίζω κάτι δ) ενεργώ σαν αντίπαλος, είμαι αντίπαλος ε) έχω κάποιον τόπο… … Dictionary of Greek
εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… … Dictionary of Greek
ιδιοποιώ — (ΑΜ ἰδιοποιῶ, έω) [ιδιοποιός] μέσ. ιδιοποιούμαι, έομαι κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι πράγμα που ανήκει σε άλλον, σφετερίζομαι μσν. αρχ. αξιώνω, απαιτώ κάτι αρχ. 1. κάνω κάτι ιδιαιτέρως («τὴν ὲπίδειξιν ἰδιοποιῆσαι τοῑς παροῡσι», Γαλ.) 2.… … Dictionary of Greek